
Καλύβια Αγρινίου
Το όνομα Καλύβια προέρχεται από τη λέξη "καλύβη-βα" που ετυμολογείται ως «ταπεινός, μονώροφος οικίσκος ενός δωματίου με ξύλινο πάτωμα. Επισημαίνεται επίσης ότι οι γεωργοί, που συνηθίζονταν να τους αποκαλούν "καλυβιώτες", κατοικούσαν σε καλαμένιες καλύβες. Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα να προσαρτάται στον τότε δήμο Αγρινίου. Τα Καλύβια βρίσκονται στην δυτική πλευρά της πεδιάδας του Αγρινίου και κοντά στην κοίτη του Αχελώου ποταμού. Απέχουν 10 χλμ. δυτικά της πόλης του Αγρινίου και 36 χλμ. νοτιοδυτικά από το Μεσολόγγι. Η τοπική κοινότητα Καλυβίων έχει συνολική έκταση 33.651 στρεμμάτων από τα οποία τα 22,5 χιλιάδες περίπου στρέμματα αρδεύονται απο το Τ.Ο.Ε.Β Καλυβίων.
Το νέο χωριό των Καλυβίων δημιουργήθηκε από τους κατοίκους παλαιότερου οικισμού σε τοποθεσία η οποία βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο βόρεια-βορειοανατολικά από την θέση του παλιού χωριού και υψομετρικά μεγαλύτερη περίπου κατά 3-4 μέτρα. Τα Καλύβια είναι απλωμένα στην άκρη ενός καταπράσινου κάμπου, όπου από τους αρχαίους χρόνους έως σήμερα, άνθρωποι και φύση συνυπάρχουν δημιουργικά. Στο χωριό καλλιεργούνται για περισσότερα από 300 χρόνια τα εσπεριδοειδή. Κυρίως καλλιεργούνται πορτοκαλιές (Citrus sinensis), λεμονιές (Citrus limon), μανταρινιές (Citrus nobilis ή Citrus deliciosa), νεραντζιές (Citrus aurantium) και κιτριές (Citrus medica).

Αχελώος
Το χωριό θεωρείται παραποτάμιο καθώς η έδρα του δημοτικού διαμερίσματος βρίσκεται σε απόσταση μόλις 4 περίπου χιλιομέτρων από την κοίτη του Αχελώου ποταμού.
Η κτηματική περιφέρεια Καλυβίων, τμήμα της πεδιάδος Αγρινίου, αποτελεί δημιούργημα του ποταμού από τις φερτές ύλες που έφερνε.
Το ποτάμι πήρε το όνομά του, σύμφωνα με την επικρατέστερη ερμηνεία από την ρίζα «αχ» ή «αχα» (λατινικό ajua) που σημαίνει νερό και αποτελεί το πρώτο συνθετικό του και το συγκριτικό επίθετο «λώων», που σημαίνει καλύτερος, περισσότερο ευεργετικός ή ποσοτικά μεγαλύτερος. Τα δύο συνθετικά μαζί δηλώνουν το πολύνερο ποτάμι. Η δεύτερη ερμηνευτική εκδοχή δέχεται ως δεύτερο συνθετικό του ονόματος του ποταμού Αχελώου το ρήμα «χειλώω» που σημαίνει πλημμυρίζω, ξεχειλίζω ή προέρχεται από την ρίζα «Ελλ» που σημαίνει ψηλός ή ορεινός.